1 ἐμπλάζω
• Alolema(s): ἐνιπλ- Orph.A.645
1 vagar, errar c. dat.
ἐμπλάζοντες ἀγυιαῖςNic.Al.189
•en v. med.-pas. mismo sent.
ὕλῃ ἐνιπλαγχθείςerrando por el bosque Orph.l.c.,
πολλὴν ἀταξίαν τὰ σκευοφόρα τοῖς μαχομένοις ἐμπλαζόμενα παρεῖχεPlu.Oth.12.
2 fig., en v. med. extraviarse, confundirse
οἱ χαυ[ν]ό[τ]εροι τεχνῖται ἐνπλά[ζ]ονται μᾶλλον χρῆ[σθαι συ]νετωτέροις [κριτ]αῖςPhld.Rh.1.376.